Παρασκευή 29 Απριλίου 2011

ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ Μισός αιώνας και ένα έτος ποίησης

Θανάσης Γεωργιάδης
Πενήντα ένα χρόνια μετρά στην ποίηση ο Μάρκος Μέσκος, αφού το 1958, νεαρότατος, κατηφορίζοντας το Βέρμιο, το θεοτικό βουνό από την Έδεσσα, έρχεται στη Θεσσαλονίκη να δημοσιεύσει το πρώτο ποιητικό βιβλίο του (“Πριν από το θάνατο”).
Εικοσιτριάχρονος τότε, πλην ώριμος και μάστορας της τέχνης του απαράμιλλος, προβάλλει ήδη έτοιμος. Οι γονείς του συνδέονταν και οι δύο με το όρος Βέρμιον (το αδιάβατον υπό του χειμώνος, κατά τον Ηρόδοτο), ο πατέρας καταγόμενος από το παλαίφατο Γραμματικό, η μάνα από την Κατράνιτσα (τους Πύργους Εορδαίας), λίγο πιο πέρα. Και επειδή στο συγκεκριμένο βουνό, κάθε πρωί ανάβουν τα πουλιά το φως με το τσακμάκι, γιʼ αυτό ευλογεί προπαντός την ποίησή του, παρόν σʼ αυτή συχνά έως πάντοτε. Το “Μαυροβούνι”, η επωνυμία του δεύτερου ποιητικού του βιβλίου, ίσως αποτελεί έναν υπαινιγμό του “Μαύρου δάσους”, αυτού που ονομαζόταν Καρά Ορμάν τουρκιστί κάποτε, ήτοι μαύρο ρουμάνι, και απλωνόταν σε όλη την ευλογημένη έκταση αυτής της ιδιαίτερης οροσειράς. Και βέβαια το “Μαύρο δάσος” επέστρεψε ως τίτλος στην πρώτη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του, αυτών του χρονικού διαστήματος 1958-1980.

Πολλή η σοδειά του έκτοτε, αλλά πάντα ποιοτική, ποίηση που υπηρετεί την ελληνική γλώσσα και την εξυψώνει ως επίπεδα ανώτερα. Οφείλουμε εδώ να μνημονεύσουμε κοντά στα άλλα “Τα ανώνυμα” (1971), τη συλλογή “Άλογα στον ιππόδρομο” (1973), το “Ιδιωτικό νεκροταφείο” (1975), “Τα ισόβια ποιήματα”, “Τα φαντάσματα της ελευθερίας” (1979), τα “Άνθη στο καταραμένο φίδι” (1983), το βιβλίο “Στον ίσκιο της γης” (1986), τους “Χαιρετισμούς” (1995), το “Ψιλόβροχο” (2000), τις “Ελεγείες” (2005). Πλάι σε όλα τούτα προστίθενται βέβαια και πολλά πεζογραφήματα και άλλα παρεμφερή κείμενα, πάντα στη δική του ποιητική γραφή συνταγμένα.

“Ο ΠΕΡΙΠΛΕΟΝ ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΜΝΗΣΗ ΖΩΤΙΚΗ ΤΟΥ ΒΙΟΥ”

Θυμάμαι έναν πίνακά του - σʼ αυτόν ο μεγάλος καταρράχτης της Έδεσσας με μια κατεβασιά μεγάλη και κόκκινη, αίμα αντίς νερό, μνεία των σπαταλημένων άδικα, των αδίκων αιμάτων του εμφυλίου, που μετέτρεψαν τον αρχαίο Σκίρτο (τον νυν Βόβα ή Εδεσσαίο) από ποταμό της χαράς σε όμβρο οδύνης και δακρύων. Η ερμηνεία βέβαια δική μου, δε βαραίνει τον ποιητή. Κι ωστόσο στο έργο του ο περιπλέον θάνατος είναι υπόμνηση ζωτική του βίου, της χαμένης ευτυχίας, αν θέλετε. Αυτήν ευαγγελίζεται εσαεί άλλωστε ο γιος της Καλλιόπης, τόσο της Μούσας όσο και της απολύτως υπαρκτής μητέρας του.

Ποίηση που δεν ελαττώνει μονάχα τις αποστάσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και τους συμφιλιώνει επιτρέποντάς τους να ανακαλύψουν το τιτανικό στοιχείο της ψυχής τους, αλλά φέρνει τον άνθρωπο κοντύτερα στη φύση. Ποίηση μάλλον ξέχειλη από φύση και από την αγάπη της φύσης (και τη γνώση της). Γιατί ο τρόπος που την παρουσιάζει ο συγκεκριμένος δημιουργός, ακόμη και στα ελάχιστά της, είναι μοναδικός. Ο ποιητής κατά τα άλλα γράφει πάντα επειδή δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, και πάντα με μια ορισμένη πηγαιότητα (αυθεντικός διαρκώς και σταθερός πέρα από κάθε πιθανότητα) και έτσι συλλαμβάνει ψευδόμενους κάποιους μεγαλόστομους και κενόδοξους σεσοφισμένους, ηχούντα χαλκεία της κίβδηλης εποχής μας.


“ΑΓΑΠΩ, ΑΡΑ ΚΙΝΔΥΝΕΥΩ, Ε;”
Ο Μάρκος Μέσκος πορεύεται από τον λαό και στο λαό θέλει να επιστρέφει, με την αίσθηση ότι τα ένστικτα αποτελούν την καλύτερη συνειδητότητα. Μʼ αυτή τη συνειδητότητα αποδέχεται όλα όσα ξέρει, αυτά που συνθέτουν τον ίδιο και την ποίησή του (αισθήματα και ένστικτα και συνείδηση). Με μια τόσο αυξημένη συνειδητότητα, παύει πλέον ο άνθρωπος να υπάρχει σαν άτομο και υφίσταται μονάχα ως συνείδηση πλατιά και ως τέτοια ζει στην παρουσία των άλλων. Επί παραδείγματι, κάποτε στην Έδεσσα, βλέπω μια γυναίκα, λαϊκή μάλλον, να στρέφεται προς το μέρος του, να τον σταματά και να του μιλάει με έναν δικό του στίχο, “αγαπώ, άρα κινδυνεύω, ε;”

Συναριθμημένος με τους μεγάλους δημιουργούς του λαού μας, πρωτοκάθεδρος ήδη στις ολομέλειες των ποιητών (ακόμα και για όσους δεν το πήραν είδηση), συναρμόζει το έργο του εξακολουθητικά, πνεύμα ευρύ μοιράζεται, τεμαχίζεται σαν πρόσφορο στον κόσμο πικροδαφνίζοντας, διαλύει τα κομμάτια του μονάχος και αυτοβούλως κι ύστερα τα συγκεντρώνει ξανά για να τα αναθέσει πάλι σε ένα ακόμη ποίημα ως στοιχεία που θρέφουν επιμένοντας την ψυχή του ανθρώπου. Χαίρε, λοιπόν, και υγίαινε και γράφε τα ποιήματά σου, παινεμένε μας, όπως θα ήθελε να σου πει, αν μπορούσε, ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου