Παρασκευή 29 Απριλίου 2011

στον Ενικό και Πληθυντικό ψίθυρο, σημείωμα του Βαγγέλη Ιντζίδη

 
Μάρκος Μέσκος (2009). στον Ενικό και Πληθυντικό ψίθυρο. Εκδόσεις Νεφέλη.
«Και η Ποίηση/ ένας κατεξοχήν πολίτης του κόσμου»
του κυρ-Αποστόλη, του πατέρα μου
Καταφάσκω. Βλέπετε όταν μιλώ και γράφω για την ποίηση και την ποιητική του Μέσκου οι ιδέες που αντιγράφουν εικόνες της ζωής αντίστροφες. Η μνήμη δίχως τις προϋποθέσεις της, εκείνες του θανάτου και του χρόνου. «(Ζωή και Θάνατος, στον εναλλασσόμενο Χρόνο, μοιάζουν ’μα δεν είναι για όλους το ίδιο.)».
Και η μνήμη έχει τη δική της παραδοχή. Μια υπαρκτική κρίση που αλλάζει τον κόσμο. Από τη μια η βεβαιότητα «υπήρξα θνητός, θνητός, θνητός» και από την άλλη η ύπαρξη που αλλάζει κατηγορία και η καταγωγή σου έλκεται τώρα – τώρα δα, τη στιγμή που διαβάζεις το στίχο– από αυτό που ήσουν «κάποτε κόκκινη χλόη».
Καταφάσκω μαζί με τον Μέσκο: «Όχι!/(Ακόμα και οι καταραμένοι ποιητές, τελικά,/είναι υπέρ της ζωής.)». Διαβάζοντάς τον αναστέλλεται η διάθεση για την τυπική λογική, ο έλεγχος σε κάθε διαβάθμισή του. Η κρίση παρατείνεται και «τελικά» λες και «Ταυτόσημη ζωή το Ποίημα». Το Ποίημα που επιμένει ανοιχτό δίχως να ξέρεις πότε θα πάψει ο στοχασμός από τραγούδι, πότε η σιωπή είναι σημάδι τέλους και πότε προϋπόθεση κραυγής ή ψίθυρου. Πότε το «όσο ζούμε». (ακόμα και ως διατύπωση με έμφαση σε χρονική διάρκεια υπόρρητα πεπερασμένη) είναι η οικειότητα και πότε η οικειότητα επίγνωσης ανοίκειου τέλους. Το Ποίημα επιμένει ανοικτό. Δίχως να ξέρεις.
Καταφάσκω μαζί του. Ναι. «Κάθε πουλί έχει το κλαδί του –και με καμιά διάθεση/μονιμότητας πάνω σ’ αυτό./΄Οσο ζει κελαηδεί εκεί πάνω’/ και με τη γλώσσα του!».
Καταφάσκω. Ναι. Υπάρχει αυτό το δεικτικό και ταυτόχρονα τοπικό «εκεί». Αυτό που μπορούμε να δούμε και να δείξουμε. Η κίνηση της όρασης και η εμμονή της κίνησης να δείξει από πού έρχονται τα τραγούδια. Και η σκέψη για τη γενέθλια γλώσσα σε πληθυντικούς ψιθύρους να επιμερίζεται ως εμμονή της ποίησης για ποίημα.
Καταφάσκω. «Το ποίημα ξεκινάει από τις πρώτες συλλαβές, λίγο λίγο ψελλίζει τις ουσίες του. Εκείνες που σφυροκοπήθηκαν στο αμόνι της εκφραστικής εμμονής’».
Κι όσο συμπαρασύρεσαι στις καταφάσεις των στίχων του, ο Μάρκος Μέσκος, σε οδηγεί στο μεταίχμιο του στοχασμού και της πραγμάτωσής του, του πεπερασμένου και της ιστορίας, του μάταιου και της επιμονής του στο τραγούδι. Ο Μάρκος σε οδηγεί από κατάφαση στο μεταίχμιο. «Εκεί» που δεν μπορείς τελικά μήτε να αρνηθείς, μήτε να αποδεχθείς. «Εκεί» όπου το μόνο που σου απομένει είναι η παρατεταμένη αναβολή της κρίσης. «Εκεί» όπου η αναβολή της θέσης γίνεται καταιγισμός θέσεων που η μια ορίζει και αφορίζει την άλλη.
«Εκεί» έτσι δε γίνεται; Το ποίημα ψιθυρίζει τις ουσίες του και πάντα επιζητεί να τις γευτεί ολόκληρες. Μα κι όσο επιδιώκει να τις πλησιάσει ξέρει πως ολοένα το ένα θα διασπάται σε επιμέρους και ο Ενικός σε Πληθυντικό. Το αντίθετο με το ταυτόχρονό του. Και το όμοιο με το πεπερασμένο του.
Καταφάσκω έχοντας απωλέσει κάθε ταυτότητα κρίνοντος. Καταφάσκω από απόλυτη αδυναμία να κρίνω. Καταφάσκω όπως είναι να αρνούμαι. «Σύμπλεγμα που, ίσως, αντιστέκεται στη φθορά του χρόνου, που αντιστέκεται στην πολλαπλή χαλεπότητα της αιώνια παραπλανημένης ζωής.».
Καταφάσκω. ΄Ετσι δεν είναι πάντα «εκεί»;. «Εκεί» που είναι ο Μέσκος. «Εκεί» όπου «ο ήλιος κυκλοδίωκτος,/ως αράχνη, μ’ εδίπλωνε/και με φως και με θάνατον/ ακαταπαύστως» .
«Εκεί» όπου «…ο Χρόνος συνεχίζεται- Το λέω χαρούμενη σ' όσους πονάνε τώρα –Θα ζήσουν Υπάρχει Ήλιος –Δεν το πιστεύουν τώρα-» .
Εκεί και εδώ. «Από τον κόσμο’ και από τον κόσμο των καθημερινών οραμάτων».
Είτε Ενικό τον φανταστείς τον Μάρκο είτε Πληθυντικό αναλωμένο σε ψιθύρους. Είτε Νεκρό τον φανταστείς είτε ζωντανό, είτε άνθρωπο είτε χλόη. Ο Μέσκος είναι εκεί. Και κόσμος αλλά και κόσμος των οραμάτων. Ύλη των ιδεών και ιδέες της ύλης. Πραγματικότητες που επιζητούν την αξία τους στις έννοιές τους.
Ποιος χρειάζεται τώρα όνειρα; Ποιος έχει ανάγκη τη φιλοδοξία;«Η ζωή ξεψυχάει διαρκώς». Διαρκώς ζωή. Και διαρκώς ξεψύχισμα. Διαρκώς Ποίηση και διαρκώς ποιήματα. Το ένα που ξεψυχάει διαρκώς πολλά.
«Τελικά, συνήθεια της αιμόφυρτης αγάπης η Ποίηση όταν κάποιος από το βάθος πάντα φωνάζει
–υπήρξα θνητός, θνητός, θνητός’ κάποτε
κόκκινη χλόη.»
΄Ετσι δε συμβαίνει εκεί; Εκεί η ζωή διαρκώς ξεψυχάει. Εκεί κάποιος από το βάθος πάντα φωνάζει.
Διαρκώς και πάντα εκεί. Στον κόσμο που οραματίστηκε την ύλη του αλλά και στον κόσμο όπου η ύλη οραματίστηκε τον κόσμο της.
Από ιδέες σχηματίστηκε η γεωγραφία πάντα λειψή και διαρκής. Όπως η Ποίηση. Αυτό «το «πάντα» πάντα κάτι παραχωρεί/και πάντα κατιτί αρνείται.».
Καταφάσκω. Ο Μέσκος όπως «Και η Ποίηση/ένας κατεξοχήν πολίτης του κόσμου».
Βαγγέλης Ιντζίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου