Παρασκευή 29 Απριλίου 2011

ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ, Μουσική Χρήστος Βέσκας, Ποίηση Μάρκος Μέσκος

 το εξώφυλλο του χειροποίητου cd
 To εξώφυλλο του δίσκου
Οἱ μουσικοί τοῦ δίσκου στο Κιουπρί τῆς Ἔδεσσας.

Χορωδία 'Εδεσσαίων φίλων: Βασίλης Βασδάρης, 'Αλέκος Βατάλης, Χάρης Θωμαΐδης, Ἄγγελος Κιόρτσης, Βασίλης Κιόρτσης, Μιχάλης Κιρμίζογλου, Τάκης Κωτσοῦ, Γιάννης Μπίντσης, Τάκης Μπίντσης, Ραφαήλ Πολυχρονιάδης, Γιάννης Ψυχογιός, Τάσος Ψυχογιός


'Ορχήστρα: 'Ιάσων Γερεμτζές νταούλι, Τάκης Γησάρης κιθαρόνι, Μίμης Γκουράνης μαντολίνο, Παναγιώτης Μπίλης κιθάρα, Κώστας Παπᾶς νταούλι, Χρήστος Πέγιος μπουζούκι, Ραφαήλ Πολυχρονιάδης φλογέρα και φυσαρμόνικα, Χρήστος Σαμαντᾶς μπουζούκι, Λάκης Σαμαρᾶς ἡλεκτρικό μπάσο και μεταλλόφωνο, Γιῶργος Τζουβάρας κιθάρα, Γιάννης Τσορμπατζόγλου μαντολίνο



 Χρήστος Βέσκας



πιάνο: Φλώρα Μουζέλι
Τραγουδοῦν: Θεόδωρος Λιάκος, Εἰρήνη Κουρδάκη, Γιάννης Φίνας

Δύο λόγια μόνο (καί γιά λογαριασμό τοῦ ἄλλου «ἑταίρου») ξεκινοῦνε ἀπό τά παλιότερα χρόνια, τήν ἀτμόσφαιρα τῶν ἐργοστασίων στήν Ἔδεσσα μέ τίς πολλές ἀγωνίες ἀλλά καί τίς λυτρωτικές ἐλπίδες, λάσπη καί ὄνειρα κοντά στήν ἐποχήν ἐκείνη μέ τά φίλια πρόσωπα τοῦ τραγικοῦ Χρήστου Νέπκα καί τῶν καλότατων Μήτσου Μaκρῆ, Γιώργου Κύρτση, Γιάννη Πετσίβα –μά τό ψηφιδωτό φωτοστέφανο τοῦ Ἁγίου τῶν Βοδενῶν δέν σταματάει ἐδῶ...
Τότε (καί λίγο κατόπιν) ἡ σειρά τοῦ δάσκαλου Χρήστου Βέσκα στήν μαντολινάτα καί χορωδία τοῦ «Μ. 'Αλεξάνδρου», ἐκεῖ, στόν χῶρο τοῦ παλιοῦ πυροσβεστείου, πλήν τῶν ἑορτῶν, ἀμέτρητα βροχερά βράδια, πρόβες μέ τήν μπαγκέτα στό χέρι καί τόν ἱδρώτα στό μέτωπο, νά ταιριάζει τίς ἁρμονίες τῶν κλειδιῶν τῆς μουσικῆς προτοῦ μᾶς ρουφήξουν οἱ δρόμοι μέ τά καλντερίμια καί ἡ νύχτα.
Ὑποχρέωση λοιπόν καί πιθανόν συνέχεια τῆς ζωῆς χωρίς κομπορ–ρημοσύνη (ἐξ οὗ καί ἡ ἐκτός ἐμπορίου κυκλοφορία τοῦ δίσκου), μᾶλλον ἀντάμωση ἐδῶ μετά ἀπό τόσα χρόνια, φωνές ἀνθρώπων, μουσική καί ποίηση μαζί, μιά παρέα παιδικῶν φίλων τῆς Πόλεως κοντολογῆς, πού τραγουδᾶ μέ νοσταλγία καί ἀδιέξοδες ἐλπίδες πρός κάθε κατεύθυνση. φυσικά γιά πολλούς λόγους.
Μ.Μ./1992

οι στίχοι
ΛΟΓΙΑ ΜΥΣΤΙΚΑ
Φυσάει Καρατζιόβας τό Βέρμιον παγώνει
σοκάκια ποτάμια στόν ἴδιο σκοπό,
μάνα πικρή στόν κόσμο θ’ ἀγαπῶ
μιά τό τζαμί μία τῆς λίμνης τό γλαρόνι
–φυσάει Καρατζιόβας τό Βέρμιον παγώνει.

Ὅταν ἀνθίζουν κερασιές πλάϊ τοῦ δρόμου
καί τό μοσχάρι κυλιέται στή χλόη γλυκά
ἐσύ νά θυμηθεῖς λόγια μυστικά
(ἄδικα μέ σκοτώσανε στ’ ὄνειρό μου),
–ὅταν ἀνθίζουν κερασιές πλάϊ τοῦ δρόμου.

Δώδεκα Μάηδες, 1977


ΑΣΠΡΟ ΦΕΓΓΑΡΑΚΙ
Ἄσπρο φεγγαράκι μισό κι ἐσύ
νυχτερινή τροχιά μέσα στά μάγια τῆς νυχτός
μά τώρα ἀρχίζει ὁ βόγγος τῶν ἀνθρώπων

τό φυλλορόημα τῆς λεύκας ψηλά
ἀειθαλής στόχος τῶν κυπαρισσιῶν
μά τό βάρος ἀτίναχτο στούς αἰῶνες

ἄσπρο φεγγαράκι μισό κι ἐσύ.

Ψιλόβροχο, 2000


ΛΙΒAΔΙΑ ΠEΡΑ ΑΠO ΤΗ ΛIΜΝΗ
Λιβάδια πέρα ἀπό τή λίμνη κι ἀπό τά βουνά θυμᾶμαι
μά δέν ρωτῶ ἄν ἔχουν πράσινο χορτάρι. ἄν φορεῖ
τίς κόκκινες κορδέλες ρωτῶ στά μαλλιά
ἡ καλή μου πού κοιμᾶται χρόνια τώρα στόν τάφο.

Ψιλόβροχο, 2000


ΔΕΝ ΜΙΛΩ ΜΕ ΤΟ ΔΑΣΟΣ
Δέν μιλῶ μέ τό δάσος
δέν μιλῶ μέ τό δέντρο
μέ τό κλωνάρι δέ μιλῶ.

Μικρό τρυφερό φυλλαράκι
μέ σένα μιλῶ
μαζί σου λέω τά μυστικά μου.


Ψιλόβροχο, 2000



ΤΟ ΑΙΣΘΗΜΑ
Μόνο ἐσύ τρυγόνα ξέρεις πόσον ὡραῖο εἶναι
τ’ ἄσπρο φεγγάρι πάνω στό βουνό, θολώνεις τό νερό
καί πίνεις θάνατο ὅταν χαθεῖ ἡ χαρά σου.
πάρε λοιπόν καί τήν ἀγάπη μου καί κρύψε την
καθώς ἐσύ γνωρίζεις
στή ρίζα τῆς ἀγριογκορτσιάς ἤ σ’ ἕνα ρωμαλέο καραγάτσι.

Μαυροβούνι, 1963

ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ
Σημαία τό ποτάμι
σημαία τά φιλιά
σπασμένο τό καλάμι
στήν ἀκροποταμιά.

Τρώγω ψωμί πεινάω
πίνω νερό διψῶ
στ’ ἀνήλιαγα κινάω
φεγγάρι μου λειψό.

Σημαία ἡ μαύρη βράκα
σημαία κι’ ὁ καπνός
μικρή στήν ξέρα ἡ βάρκα
καιρός ἀλλοτινός!

Βαδίζω καί βουλιάζω
πέφτω φαρδύς πλατύς
μέ πάθος ἀγκαλιάζω
πράσινη χλόη εὐτύς.
Σημαία τό πουλάρι
σημαία ὁ αὐγερινός
θαλασσινό σφουγγάρι
ἀγέρας στεργιανός.

Βῆμα βαρύ στό πόδι
τσιγγάνου ὀφθαλμός –
σπάει τῆς καρδιᾶς τό ρόδι
τί αἱμάτινος καημός!

Σημαία αὐτά πού γράφω
σημαία μου τά φτερά –
μή μοῦ μιλᾶς γιά τάφο
τά λόγια εἶναι πικρά.
Δώδεκα Μάηδες, 1977


ΙΣΤΟΡΙΑ
Κυνηγῶ τόν ἥλιο τ’ ἄσπρο μου φεγγάρι
λουλουδίζει ἡ μέρα πάνω στά νερά
ξέρω ’γώ τούς δρόμους κιόσκια δροσερά
(ποῦ φυτρώνει ὁ δυόσμος κι’ ἡ καραμπομπιά)
κυνηγῶ τόν ἥλιο τ’ ἄσπρο μου πουλάρι,

τὄχασα στό ρέμα παίρνοντας τό βράδυ
εἶχε λάϊο χρῶμα ἦταν δυό μηνῶ(ν)
μπάλιος ἦταν καί σημάδι του κρυφό
ἄστρο κι ἀστεράκι κάτω ἀπ’ τό λαιμό
τὄχασα στό ρέμα βόσκοντας κοπάδι –

ἄστραψε καμτσίκι σκιάχτηκε ἡ φοράδα
– βγῆκε τό πουλάρι στό ψηλό βουνό;
– πνίγηκε στῆς Μπέλλιτσας τόν ποταμό;
χάθηκε ἀπό τότε καί πικρά ρωτῶ
νύχτα καί φεγγάρι καί λαμπρή λιακάδα –



μπάλιος ἦταν καί σημάδι του κρυφό
ἄστρο κι ἀστεράκι κάτω ἀπ’ τό λαιμό.

Δώδεκα Μάηδες, 1977


ΤΟ ΚΑΤΟΠΙΝΟ ΜΟΥ ΟΠΛΟ

Στα μάτια τῶν πνιγμένων τά καράβια
εἶναι μιά νοσταλγία ἀτέλειωτη – θάλασσα ἡ φωνή σου
δέ μοῦ κάνει.

Αηδόνια δέν ἀκούω. Γιά σέ μικρέ βοριά
θά τό σκεφτῶ πολύ ἄλλη φορά
ἄν ξενυχτήσω κάτω ἀπό τά δέντρα σου.

Στέκομαι ἀπέναντί σου (ὀνειρεύομαι, ξυπνῶ, συναλλάσσομαι
γιά τό καλό, πονῶ καί θλίβομαι μαζί σου) νά βρῶ λοιπόν
δέν εἶναι διόλου δύσκολο
ποιά ὥρα τῆς φωνῆς σου μοῦ ταιριάζει.

(Πρός τό παρόν ἡ ποίηση εἶναι ψυχή).

Μαυροβούνι, 1963

Αποσπάσματα ἀπό Τά Φαντάσματα τῆς 'Ελευθερίας (1979)
.....................................................................
δρόμοι τοῦ ὕπνου δρόμοι τοῦ ὀνείρου δρόμοι τῆς αὐγῆς
μέσα στό αἷμα περπατῶ καί στήν καρδιά μου
γιατί ἐσύ δέν μέ γνωρίζεις γιατί ἐσύ δέν μοῦ μιλᾶς
νύχτα κοιμᾶσαι μακριά καί ἡμέρα δέν σέ βλέπω

ποιός εἶσαι θάμνε τοῦ δρόμου
ποιός εἶσαι ἀστέρι τῆς γωνίας χρυσό
δέντρο πῶς σε λένε;
.......................................................................
καί νά τό μεσημέρι βόδι κουρασμένο
ἀμίλητο νερό μορφή τοῦ κόσμου μαλαματένια
στό δέντρο ἀπάνω τό πουλί τσιούρ-τσιούρ ἀπομεσήμερο
καί νά τό μυστικό τῆς ροδιᾶς ἄνεμος περαστικός
παπαρούνα μαύρη παίζει λατέρνα γιατί ποτέ δέν φαντάστηκε
τά γηρατειά

φύτρο λευκό τοῦ ὕψους ἄλογο
φορά πράσινη καί λύγισμα νύφης δώδεκα χρονῶ
(θηρίο ἀγάπη την σπαράζεις)
μακρύς μακρύς ὁ δρόμος σου καθώς τῆς γκάιντας ἡ φωνή
τραγούδια χωρίς λόγια τραγούδια χωρίς λόγια μακρινά

καί νά τρέχουν τά δέντρα στό παραθύρι χορεύουνε τά κυπαρίσσια
..................................................................................
ἔρωτες τῆς χρυσόμυγας καί πεταλοῦδες τοῦ αἰθέρα
πράσινα ματόκλαδα σᾶς προσκυνοῦν
σημαία πρώτη τοῦ ἔτους
τῆς ἄνοιξης φύλλο χαῖρε!

Καί ἡ ἔπαρση τοῦ κόκορα σημαίνει καλοκαίρι
αὐγινές ὧρες λατρεμένες παρότι τουφεκίζουν και καρατομοῦν

μέ γαρίφαλο καί καρναφίλι ἔχε γειά ρομαντικέ μου Μάη!
....................................................................................
Νά πᾶμε πιό κάτω θέρος εἶναι τό φῶς χρυσό
κεράσι ρούπκο δόξα τῆς ρεματιᾶς καί μπλάβο ἀηδόνι
θάμνοι πού χαμογελοῦν ἀδιάφοροι στό μελισσολόι τῆς ροδακινιᾶς
χνούδι τρυφερό μικρό πουλάκι κρέμεται στή φωλιά τρομαγμένο,
θα πέσει;
καμπάνες τῆς ἀγριαπιδιᾶς στή μάνα ἐπεῖγον μήνυμα
γιατί κάτω δόντι ὀχιᾶς φαρμακωμένο

σιωπηλά στάχυα ὥριμος καρπός καί τσαντίρια θημωνιᾶς
γεμάτα στάρι
βερίκοκα δαμάσκηνα πεπόνι

εὐλογημένη ποδιά καλοκαιριοῦ
.................................................................................
Ἔνδοξη ἔξοδος ἀπό τή ζωή
ἀγαπώ ἄρα κινδυνεύω

ἀπό τά δύο μῆλα πῆρα τόν ἕναν καρπό
καί τό λουλούδι χτικιασμένο πήγαινε πρός τό φῶς
τά βήματά μας πίσω ἀπ’ τή φωτιά
τά βήματά μας κάτω ἀπό τή στάχτη
θλιμένοι καβαλιέροι πεζοί ἐραστές
τοῦ ἔτους τρίτη ἐποχή καί σημαία
θά πᾶμε λοιπόν στό τέλος τοῦ κόσμου

(μαλλιά γυναίκας σύννεφα ἀναθρώσκοντα καί δροσερό κλωνί,
θά ξεχαστεῖς
πρόσκαιρος καί τυφλός σάν ὡραιότη, θά ξεχαστεῖς
ἄνεμος ἀρκουδιάρης μεταμεσονύχτια σκούζει, θά ξεχαστεῖς
φιλημένος–ματωμένος, θά ξεχαστεῖς
ἡ λαιμητόμος πέφτει στόν λαιμό, θά ξεχαστεῖς
μάταιο νά σέ φιλῶ μάταιο νά σέ θυμᾶμαι

ἡ ἀπάντηση τῶν ποιητών ὅλου τοῦ κόσμου, θά ξεχαστεῖς) 
.....................................................................................
χαράματα σηκώνεται ἡ αὐγούλα νά βαδίσει
οὔτε ἕνα ἀηδόνι στόν μπαξέ οὔτε ἕνα φεγγαράκι
θάλασσα μαύρη κοιμᾶται ἀγριεμένη
χιονιάς στά μάτια τοῦ ἀγριμιοῦ
χιονιάς καστανάς μέ σγουρή πλάτη
χνάρια φτερῶν καί χνάρια λαγοῦ ξεθαρρεμένα

τῶν ἄλλων βήματα πουθενά.
.......................................................................................
καί τραγουδῶ στά σκοτεινά νερά
γιατί μιλῶ γιατί μιλῶ γιατί μιλῶ
ποιό πάθος θά μείνει καί ποιά φωνή
στάχτη καί σιωπή καί στάχτη

καί στάχτη σά σιωπή
τά ξόβεργα στή σκοτεινιά σίγουρο γοῦστο τῶν ἀπόντων
τό ρολόι στή μοναξιά κοιτάει κατάματα
πληγές παντοῦ, ἴσκιε μή μ’ ἀγκαλιάζεις
...........................................................................................
μακρινή μου πόλη σπίτι μυθικό σέ φτάνω
ξαστέρωσε μ’ ὅλο τό φῶς καί τώρα ὁ δρόμος νά τος
νά ἡ πλαγιά νά ἡ αὐλή νά τ’ ὀνειρεμένο δέντρο
καί νά τοῦ ἀνθρώπου χνάρι

ἄν δέν σ’ ἀνταμώσω τίποτε δέν εἶμαι

χόρεψε καί τραγούδησε ἀφοῦ σ’ ἀγαπῶ
.............................................................................................
μιά κίνηση μικρή ἕνα χτύπημα ’λαφρύ στή θύρα
(ἄν δέν σ’ ἀνταμώσω τίποτε δέν εἶμαι)

στό μέσον τῆς κάμαρης μέ τά μπαμπάκια στό στόμα
μέ καρτεροῦσε.

Πλαστικό τραγούδι, ἄνθος πλαστικό
κούφιος κοχλίας στή βροχή ἀφημένος
μοναξιά τῶν τάφων 'Ελευθερία
μοναξιά τῶν λουλουδιῶν 'Ελευθερία.

Τό κυπαρίσσι ἐπικήδειο πάντα
τίποτε δέν ταράζει τό νερό.

XVII

μακρινή χώρα

Βραδάκι ὁ μήνας Μάϊος κεράσια πολλά
στόν ἴσκιο τοῦ δέντρου ὁ φύλακας κοιμόταν.

Τί νά ’βλεπε στόν ὕπνο; Ὅ,τι καί στό θάμπος τοῦ ἥλιου:
κοντοῦλες φράουλες στό περιβόλι πουλιά μέ τή λαλίτσα.
Καί τόν διαβάτη πού καλοῦσε γελώντας
τά χέρια του καρπούς νά γεμίσει – ἀρκεῖ
κλωνάρια μή σπάσει μήν τόν ξυπνήσει.


'Ισόβια ποιήματα, 1977

ΕΔΕΣΣΑ ΚΑΙ ΒΟΔΕΝΑ ΜΟΥ

Οἱ γαριφαλιές στά χιόνια
στό Πασά – τσαΐρι ἀηδόνια.

Ἔδεσσα και Βοδενά μου
– Τρύφωνα γειά σου καί γειά μου!

Ἥλιε μου νά μήν ἀργήσεις
στά μπρατίμια νά μηνύσεις

Βοδενά μου κι Ἔδεσσά μου,
– γειά σου, Βαγγελίτσα, γειά μου!

Παίρνω τ’ ἄλογο καί φτάνω
στό Βαρόσι νά πεθάνω,

Ἔδεσσά μου Βοδενά μου,
– φίλοι μου γειά σας καί γειά μου!

(νά μέ θάψετε στό μνῆμα
–ἄθλια σκόνη ἐγώ 'Εσύ ποίημα!).

Δώδεκα Μάηδες, 1977


ΣΤΙΣ OΧΘΕΣ ΤΟΥ ΒΟΔΑ

Στίς ὄχθες τοῦ Βόδα κοιμοῦνται τά πουλιά
κοτσύφια κι ἀηδόνια καί μικροπούλια ἕνα σωρό
σιμά ἡ σίτα τῆς ἰτιάς μέ τά χρυσά κλωνιά
ἔλα νά βρεῖς τόν ἀναστεναγμό σου.

(Ὅπως τ’ ἄφησα ἔτσι τά βρῆκα).
Καί οἱ γυναῖκες γεννοῦν
ἀκόμη
στό πάτωμα.



Τά ἀνώνυμα, 1971



ΧΩΡΙΚΑ ΟΝΕΙΡΑ

Ι. Ἔσφιξα τά χέρια τῶν συγχωριανῶν μου
–τή μοῖρα ὀργωμένη ἀπό τ’ ἀλέτρι
τόν ἥλιο καί τ’ ἀγκάθια ἀπό τά χερσοχώραφα
καί τήν ὀργή τους.

ΙΙ. Ὁ οὐρανός θρυμματισμένος ὄνειρα
κάπα στήν ἀγρύπνια τοῦ βοσκοῦ κι ἀμίλητη φλογέρα.
Τή νύχτα αὐτή ὅσα τά μάτια τ’ οὐρανοῦ
τόσα τά πρόβατα στή γῆ.

ΙΙΙ. Ζέψαν τά βόδια ἀπό τίς τέσσερεις χαράματα
ἀφού τόν ἀδερφό του ἥλιο μέ τήν πλούσια κόμη
ξαπλώσανε στόν κύκλο τοῦ ἁλωνιοῦ
σπυρί σπυρί κουρσεύοντας τό στάρι.

ΙV. Βάλτους δέν ἔχουμε 'δῶ νά κρώζουνε τά νεροπούλια
τά καλοκαίρια 'δω ἄνεμος δέ βογγάει, τ’ ἀρνιά
σκαρίζουνε, τά καριοφύλια κοιμοῦνται.
Ποῦθε ἔρχεται κάθε μεσάνυχτα ἡ παιδική φωνή αὐτή
τρέλα γεμάτη καί παράπονο;

Πρίν ἀπό τόν Θάνατο, 1958





Το παρόν CD Νοσταλγία προέρχεται ἀπό τήν πρώτη ἐκτέλεση τῆς ἐργασίας ἀφιερωμένη συναυλία στόν Μάρκο Μέσκο (Ἔδεσσα 1991, ἠχογράφηση Studio Αγροτικό, Θεσσαλονίκη 28-9-1991) καί ἀπό τή συναυλία τήν ἀφιερωμένη στόν συνθέτη Χρήστο Βέσκα (Ἔδεσσα 1997, ἰδιωτική ἠχογράφηση Γιάννης Χατζηπέγιος).

Ἡ φωτογραφία τοῦ ἐξωφύλλου εἶναι τῆς Ἑλένης Χοντολίδου. Οἱ ἀσπρόμαυρες φωτογραφίες στό ἐσωτερικό εἶναι τοῦ Γιάννη Βαταντζῆ.


ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

1.ΛΟΓΙΑ ΜΥΣΤΙΚΑ (Δώδεκα Μάηδες),

2. ΑΣΠΡΟ ΦΕΓΓΑΡΑΚΙ & 3. ΛΙΒΑΔΙΑ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗ ΛΙΜΝΗ & 4. ΔΕΝ ΜΙΛΩ ΜΕ ΤΟ ΔΑΣΟΣ (Ψιλόβροχο)
5. ΤΟ ΑΙΣΘΗΜΑ (Μαυροβούνι),
6. ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ & 7. ΙΣΤΟΡΙΑ (Δώδεκα Μάηδες)
8. ΤΟ ΚΑΤΟΠΙΝΟ ΜΟΥ ΟΠΛΟ (Μαυροβούνι)
9. Αποσπάσματα ἀπό Τά φαντάσματα τῆς ἐλευθερίας
18. MΑΚΡΙΝΗ ΧΩΡΑ (Ισόβια ποιήματα)
19. ΕΔΕΣΣΑ ΚΑΙ ΒΟΔΕΝΑ ΜΟΥ (Δώδεκα Μάηδες),
20. ΣΤΙΣ ΟΧΘΕΣ ΤΟΥ ΒΟΔΑ (Τά ἀνώνυμα),
21. ΧΩΡΙΚΑ ΟΝΕΙΡΑ (Πρίν ἀπό τόν Θάνατο)


Πρίν ἀπό τόν Θάνατο (1958), Μαυροβούνι (1963), Τά ανώνυμα (1971), Ισόβια ποιήματα (1977), Δώδεκα Μάηδες (1977), Τά φαντάσματα τῆς Ελευθερίας (1979), Ψιλόβροχο (2000)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου