Παρασκευή 29 Απριλίου 2011

ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΟ ΑΝΩΝΥΜΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ, για το Νερό Καρκάγια, από τον Γιάννη Χρυσανθόπουλο

Μάρκου Μέσκου: Νερό Καρκάγια
ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ ΙΚΑΡΟΣ 2005 σελ. 120

Όλοι μαζί τη νύχτα αυτή κοντά στη θύμηση
ανοικοδομούμε τους σκελετούς των εποχών
της ζωής να μην μείνει αυθαίρετο το κτίσμα.
(Την νύχτα του επιταφίου)

Τα πεζογραφήματα του Μάρκου Μέσκου διαδραματίζονται από την κατοχή μέχρι τις μέρες μας. Πιο σωστά όμως να παραθέσω τα λόγια του ποιητή να δούμε πως τα λογαριάζει: Μόλις είχεν τελειώσει εκείνη η Κατοχή, δεν γνωρίζαμε ακόμη τα κατοπινά αίματα και τ’ αλλεπάλληλα συρματοπλέγματα. Πιστεύαμε, άκαιρα, ότι τώρα πια καλοσύνεψε ο κόσμος, το κακό χάθηκε πολύ μακριά… (σελ. 25 )
Το τι επακολούθησε για τους απλούς και ανώνυμους ανθρώπους δίδεται με δεξιοτεχνία στα λόγια: Και το κορμί τους που ταράζονταν κάθε τόσο για την επιβίωση στο θεοσκότεινο κομπολόγι των ημερών εκείνων. Τ’ αδιέξοδα και φοβερωμένα από παντού (σελ51).
Μετά την μεταπολίτευση το τοπίο ίδιο μεταλλαγμένο. Ύστερα από το ’75 καλοσύνεψαν κάπως τα πράγματα μα οι απαγορεύεις απαγορεύεις (σελ. 81)
Για τον καιρό μας στα πεζογραφήματα του ποιητή Μάρκου Μέσκου θα διαβάσουμε ότι «Άλλαξαν και οι καιροί, μαφιόζικη η ζωή μας κατάντησε» (σελ. 14). Ο σκύλος έγινε τροχονόμος για την αποφυγή «τροχαίου Θανάτου», σήμα κατατεθέν της εποχής για τους μελλοντικούς ανθρωπολόγους. Όλα τα κατοικίδια ή άγρια ζώα έχουν χάσει την φυσική αρμονία της ζωής, υπακούοντας κι αυτά στην απόλυτη τυποποίησή της.
Όταν ο ποιητής ξεκινάει καλοκαιριάτικο πρωινό για τους πατρογονικούς επαρχιακούς τόπους συλλογίζεσαι: «…το κλίμα το σημερινό, κυρίως το ανθρώπινο, που σε στραγγαλίζει» (σελ. 21) και τα τζιτζίκια «…. όλα μαζί ένα ξέφρενο πανηγύρι, τραγούδι πες και εσύ που ξέρεις τα μυστήρια των ήχων και των μουσικών, μια τζιτζικιάδα, μια ομήγυρις από τα τέσσερα σημεία του κόσμου εδώ, ψυχούλες νεκραναστημένες μόλις, εδώ, πριν το χωριό Ριζάρι, στις όχθες του ποταμού που θανατώνεται στεγνός…» (σελ. 23). Έτσι ανασαίνει κατά το πρώιμο καλοκαίρι η ελπίδα, και κάπου ανοίγει μια χαραμάδα για να αποκατασταθεί προσωρινά η εσωτερική ισορροπία μας.
Το Νερό Καρκάγια είναι ένα μαρτυρολόγιο ανωνύμων ανθρώπων με συλλογισμούς καίριους για την ζωή, που την οδηγούν προστακτικά κάθε φορά οι οικονομικές, οι κοινωνικές, πολιτικές και πολεμικές συγκρούσεις. Ανθρώπων που απορρίπτονται κάθε φορά στη σκοτεινή μεριά του φεγγαριού.
Πολλοί τίτλοι των πεζογραφημάτων (Στον Μπαξέ του Αλιώπη, Ο σταθμός, Το καλάθι, η Νάρκη, Ο καθρέφτης, Νερόμυλοι) είναι άψυχα αντικείμενα ή τόποι συνάντησης ανθρώπων στo διάβα της ζωής ή πρόσωπα (Ο ΄Ιτσιος, η κυρά-Καλλιόπ’ η ντουντού, ο Μίμης, ο κύριος Μίμης) με παρέκκλιση από το κοινωνικώς «είθισται», αφού εκεί τους οδήγησαν οι κοινωνικές, οι πολιτικές και οικονομικές ανακατατάξεις μετά τις φονικές πολεμικές συγκρούσεις. Οι τόποι και τα αντικείμενα χρησιμοποιούνται σαν τίτλοι των πεζογραφημάτων καίρια, διότι εκτός ότι αποκαλύπτουν τον κεντρικό πυρήνα της αφήγησης είναι κι αντιπροσωπευτικά σήματα, που χαρακτηρίζουν την εκάστοτε εποχή που συνδιαλέγεται ο ποιητής.
Το κουρείο εκείνο ελάχιστα ήταν κουρείο, μόνο κουρείο δεν ήταν. Πιο πολύ πέρασμα, αντάμωμα πρώην ξενιτεμένων, σιωπηλή γιάφκα, πολιτιστικό «σαλόνι». ( σελ. 83)
Ο θρήνος πολλές φορές δεν αφήνει ένα φεγγίτη για την χαρά της ζωής. Ποτέ δεν μάθαμε αν αντάμωσαν άνθρωποι, αν είχαν έναν ύστατο χαιρετισμό πάνω από το χώμα.
Κάπου εδώ κόβεται το σχοινί της ιστορίας. Γιατί δεν μάθαμε πως αντάμωσαν οι άνθρωποι, πως αγκαλιάστηκαν, πόσον καιρό έμεινε κει ο μπαρμπα-Τρύφων, ποιοι γύρισαν πίσω , τελικά δεν μάθαμε ακόμα (σελ. 61).
Σιωπή τους πήγε στο κάτω κόσμο, πάλι.
Η παράδοση τρέφει την ελπίδα της νοερής συντροφικότητας με δεσμούς τις ρίζες-θεμέλια της ύπαρξής μας:
Νερό καρκάγια, νερό κατά-καγιά, νερό του μαύρου βράχου - δυο συνθηματικές λέξεις που δηλώνουν τα μυστικά θεμέλια της μικρής πόλης (και εκτός των ορίων της) παρατεταμένα. (σελ11)
Καταστάλαγμα και απολογισμός των χρόνων που πέρασαν και μας έφεραν ως εδώ είναι το Νερό Καρκάγια. Ακόμη διακρίνουμε στις επιμέρους ιστορίες του την ματαιότητα των πρόσκαιρων επιδιώξεων μας, όπου μήτε μία σταγόνα αναζήτησης δεν περισσεύει για την πνευματική μας καλλιέργεια για μια ανθρώπινη διάσταση της ζωής . Ούτε μία σταγόνα δεν περισσεύει για την ψυχή μας και την ισορροπία της μέσω της κοινωνικής σύμβασης. Γιατί το χέρι του διπλανού κρατά ισχυρά φονικά όπλα κοινωνικής ψευδο - καταξίωσης κι ούτε μια ματιά δεν μένει για το πονεμένο βλέμμα όσων στενάζουν από μεταμοντερνιστικές αρρώστιες του «πολιτισμού» μας. Σ’ αυτό το πλαίσιο κινούνται τα πιο κάτω λόγια του Ποιητή:
(Τόσα χρόνια πέρασαν από τότε, ο Απρίλης του ’46, τα μαύρα του Εμφυλίου, ήττες, ψυχρός πόλεμος, ανήσυχος πάλι ο κόσμος παντού, κάποιοι ανέβηκαν στο φεγγάρι, εδώ σε μας διάσπαση, κατάρρευση στη Σοβιετική Ένωση, ο καπιταλισμός κυριάρχησε τελικά κι εκεί, κοπώσεις αγωνιστικές, αφασίες, φιλελευθερισμοί, εκσυγχρονιστές, μοντέρνο μεταμοντέρνο, επεμβάσεις του «αυτοκράτορα» και των υπόδουλων του, χωρίς λόγο συνήθως, σε άλλες χώρες του πλανήτη, μαφίες «πατριωτικές», κυνικότητες και αξίες μόνο χρηματιστηριακές, όλα επινοήσεις , όλα αλήθειες και ψεύδη μαζί –φτάσαμε στο μιλένιουμ και το υπερβήκαμε κι ο καρκίνος θερίζει) (σελ.70)
Κάπου με την ίδια επινοητικότητα ρηξικέλευθα τα λέγει κι ο Χαρολντ Πίντερ στους σοφούς της Στολχόμης:
Καθένας γνωρίζει τι συνέβη στη Σοβιετική Ένωση και την Ανατολική Ευρώπη αμέσως μετά τον πόλεμο: συστηματική βία, εκτεταμένες αγριότητες, αδίστακτη καταπίεση της ελεύθερης σκέψης. Για όλα αυτά υπήρξαν ντοκουμέντα και αποδείξεις.
Αλλά η ένστασή μου εδώ είναι πως τα εγκλήματα των ΗΠΑ την ίδια περίοδο έχουν μόνο επιδερμικά καταγραφεί, πόσο μάλλον τεκμηριωθεί, πόσο μάλλον κατανοηθεί, πόσο μάλλον αναγνωριστεί ως εγκλήματα. Πιστεύω ότι πρέπει να κατονομαστούν ως εγκλήματα διότι η αλήθεια σήμερα, εδώ που έχει φτάσει ο κόσμος μας, έχει ιδιαίτερη σημασία.) 
Από την ομιλία-καταγγελία στην απονομή του Νόμπελ ΜΕΤ: ΦΩΤ, ΜΠΑΡΚΑ, ΝΑΤΑΛΙ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ εφημ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Τα πεζογραφήματα είναι δεμένα με την ποιητική φωνή του Μάρκου Μέσκου, την οποία περίτεχνα ο ποιητής κλείνει κάποιες φορές εντός εισαγωγικών. (Ίσως, ένα αστεράκι τεφρό, νοτισμένο από τη μέσα βροχή του σιωπηλού ουρανού) (σελ 20).
Ένα από τα κύρια στοιχεία των πεζογραφημάτων είναι το σημερινό ρυπαρό και πνιγηρό περιβάλλον της πραγματικής και της κατ’ επίφαση πνευματικής ζωής, μόνο που δεν γνωρίζουμε πια, από πού αρχίζει η στρέβλωση της και πού έχει φθάσει.
Στην αφήγηση πρώτα καταγράφεται η σκηνογραφία του τόπου –χαρακτηριστικό του Φώτη Κόντογλου– κι έπειτα ακολουθεί η αφήγηση της δράσης, για την αναστύλωση μιας ζωής περασμένης αλλά παρ’ όλα αυτά υφέρπουσας στα σημερινά κύτταρα της κοινωνίας.
Ο τρόπος που αφηγείται ο Μάρκος Μέσκος είναι ιδιότυπος, ευρηματικός και συγκροτεί κάθε φορά μια καινούργια αντίληψη του πως μπορούμε να πούμε έντεχνα και καίρια τις ανθρώπινες καταστάσεις.
Η γλώσσα των κειμένων είναι άμεση και λιτή και εμβαθύνει σε πολλά επίπεδα με θεμέλιό της την δοκιμασμένη ποιητική γλώσσα του Ποιητή, και την πεζογραφική παράδοση, την οποία σέβεται, κι έχουν χτίσει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Στρατής Δούκας, ο Φώτης Κόντογλου κι άλλοι.
Όλα τα πεζογραφήματα υπερβαίνουν την εποχή τους και στα πιο ενδόμυχα σημεία τους διαισθάνεσαι μέσα από ένα ασίγαστο θρήνο με τον οποίο επιζητείται η ζωή, γιατί οι διαψεύσεις είναι απανωτές κι αυτές που ήρθαν κι αυτές που έπονται.
Φρονούμε για ένα νεοεισερχόμενο στο πεζογραφικό έργο του ποιητή Μάρκου Μέσκου, καλό είναι να πιάσει την κλωστή από την αρχή, δηλαδή: από την Κομμένη γλώσσα τα Παιχνίδια στον Παράδεισο και το Μουχαρέμ.
Κλείνοντας το κείμενο τονίζουμε ότι η παρουσία του Μάρκου Μέσκου, κοντά πενήντα χρόνια, κοσμεί τα ελληνικά γράμματα με την αταλάντευτη στάση του και την δημιουργική του διαδρομή.
Γιάννης Χρυσανθόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου