Παρασκευή 29 Απριλίου 2011

Επιλογή από τα ποιήματα

Μνημόσυνο

Πέτρες σημάδια νεκρών πατούσαμε στον λόφο. ξάφνου
περίεργος κρωγμός (από την γκορτσιά την πικραμένη;)

Γύρω γύρω η Μπούκα. στα ψηλά βουνά οι σκοτωμένοι αθώοι.
Καίνε χαμηλά κεριά της χλόης η νύχτα καλπάζει αλλά πριν
ο κρωγμός του πουλιού βρισιά στην ηλιόλουστη μέρα.

Στο τέλος είπεν ο Γιάννης: χωρικός προσευχήθηκα εδώ.
μας διώχνει όμως το αίμα. λίγοι αντέχουν.

(Ψιλόβροχο, 2000)




V

Του Σαγγαρίου οι μαχητές αποδεκατισμένοι μα πονηροί
φίλησαν το χέρι της καβουρομάνας Σαλονίκης κι από τότε
κάθε μέρα που ξυπνώ μια σπίνος είμαι μια κοράκι

έτσι μιλώ απ’ τη χαραυγή για το μπουκέτο εκείνο
στο μεθυσμένο το μυαλό του ασίκη Αβραάμ Μπεναρόγια!


(Στον ίσκιο της γης, 1986)


XVI

Πέλμα της χήνας φύλλο συκιάς είναι άνοιξη
στο περιγιάλι χάνεις τον λογαριασμό πόσα κύματα φτάνουν
πόσα καράβια αναχωρούν ή γράμματα ή φιλιά
μέρα και φως και μια βαρκούλα δεμένη με το ψάρι στην κοιλιά–
ψέμα τα χρήματα και ψέμα η ομορφιά δούλη του ανθρώπου
προτού μαζί του πεθάνει.

Το Μεσολόγγι πιο κάτω ψηλά το φεγγάρι σημαία
το αίμα του πια δεν βροντάει και δεν κοκκινίζει τα όνειρα
κουρέλια της πόρτας δεν εμποδίζουν το κρύο της καρδιάς
(άδειο καλάμι, είπες, φυσώ ήχος θλιβερός)
κύματα κύματα κύμα και λευκός γιαλός – δεν φταίμε
τα πράγματα παίρνουν μακρινές διαστάσεις και
τό δέντρο μελαγχολείο βουβά τα πουλιά.

(Τα ισόβια ποιήματα, 1977)


ΙV

Το φως του δρόμου μόνη συντροφιά
μαχαίρι αμφίστομο κάποτε στομώνει
Γεράσιμε Γεράσιμε πώς μείναμε μόνοι
και τα κεφάλια μας πνίγει η συννεφιά;

Πουλιά-καράβια ξένη προκοπή
μήτε ο ουρανός μήτε ο γιαλός μάς θέλει
σημαία μαύρη κουρέλι απ’ τα βέλη
του μάταιου κόσμου η συγκοπή.

Τί εικόνα τί πέλαο τί δρυμός!
Βουΐζουν όλα στον κόσμο επάνω
πεδίο βολής το λιγόκαιρο πλάνο
ατάλαντος ζωής λογαριασμός.

Άλλα εάν του θανάτου το στόμα πικρό
νέο δεν είναι τα ξέρεις μη φρίττεις
εδώ το πρόβλημα: κανενός πολίτης
καμίας πηγής δεν ήπιαμε νερό.

(Ιδιωτικό Νεκροταφείο, 1975)


XIX

Κι αν το ρολόι σταματημένο στον ίλιγγο του ηλίου
κι αν η θάλασσα παφλάζει στον πάτο της σιωπής
κι αν αθέατα άλογα βουλιάζουν στο χρυσάφι ακόμα
αν η στροφή του κόσμου στο βάραθρο οδηγεί των αιμάτων
κι αν θάνατος είναι των αγριμιών οι φωνές

ας πούμε ακόμη δυο λόγια
παραδείγματος χάριν η Καρατζιόβα παράγει
πιπέρια μπαμπάκι καπνό και χασίσια
κι όταν παζάρι ημέρα Πέμπτη και με όποιον καιρό
οι μάνες δημόσια θηλάζουν στον μαστό
τα νεογνά βλαστάρια και τα πίτσκα*.

* αρτιγέννητα

(Στον ίσκιο της γης, 1986)

 XX

Κρίνα του Απρίλη και μοσκοβολιές από τα στήθη
του αβυσσαλέου πρίν
ασύλληπτος ακροβάτης το αεράκι όταν η πληγή είναι άνθος
και όταν κέρματα και γρόσια η αιτία του Κακού αιωνίως
σε μαγεμένη θάλασσα σε γαλαξίες και πετρώματα εύφορα
η πολλαπλή γλώσσα ζώων πτηνών και ανθρώπων αιωνίως
με το μαχαίρι και το μπάμ του ολέθριου θανάτου.

...΄Ηταν λοιπόν νύχτα ή πιο τρομερή
τα κύματα χτυπούσαν τον ουρανό και τα μαύρα αστέρια
βροχή κατακλυσμών χιόνι όλο κόντρα και αστραπόβροντα
και ραγισμένοι ορίζοντες και φίδια των ηφαιστείων κόκκινα
τελώνια σφύριζαν λυσσασμένα η κατάρα του χτες
και η βρισιά θνητών και θεών ασίγαστη μέσα
στο αγκομαχητό των τετρασκότεινων δρακόντων

ήταν λοιπόν νύχτα η πιο τρομερή
κι από το διάτρητο στερέωμα
κύλησαν όρη όλα τα νομίσματα του κόσμου
στον αγύριστο – για πάντα!


(Στον ίσκιο της γης, 1986)


XVIII

Τω καιρώ εκείνω η χώρα πάλι δυστυχούσε.
Αόρατοι πόλεμοι μα θανατηφόροι εξίσου, αρρώστιες συχνά και το φριχτον τέλος όχι στην όμορφη θέα του μοναστηριού που οι καλόγεροι κρατούν στη μέση τα κλειδιά των κρανίων μήτε στον λόφο με τα κυπαρίσσια• μα στη σκόνη μέσα και στα σκου¬πίδια και στα υπόγεια αζήτητοι νεκροί –με το στανιό τα μάτια ορθάνοιχτα για τη φωτογραφία και την επικήρυξη. Και άλλη πείνα και ανέχεια ψυχής κάτω απ’ τον ίδιο πάντοτε ουρανό του κόσμου.

Στο διηνεκές τότε διάλεξε την ώρα ο Βασιλιάς και μια μέρα εκατέβη στην αγορά όπου το ψέμα συνωστίζεται και η απάτη και οι σιωπηλές φωνές του κέρδους. Παραμέρισαν οι ρακένδυτοι να περάσει η συνοδεία και να σταθεί στο κέντρον ο Μεγαλειό¬τατος με τις πορφύρες. Εκείνος, ο θεόπνευστος, σήκωσε τα χέρια ψηλά τρις, κάθε φορά γεμίζοντας τις χούφτες του διαμα¬ντικά και γρόσια και χρυσάφια τινάζοντάς τα προς τα σύννεφα, σημάδι, λένε, πως αγαπούσε τους ανθρώπους και τον λαό και πως τα χάριζε σκορπώντας τα έτσι.

Αλαλάζοντας συρφετός χύμηξε ποιος να προλάβει πρώτος χτυπώντας και υβρίζοντας ο εις τον άλλον. Γρηγορότερα από τις αστραπές της βροχής συνάχτηκαν οι ξαφνικές λάμψεις στο χώμα και το στερνό φλουρί ακόμα που κυλούσε προς τον υπόνομο.

Η πομπή ξεκίνησε από τα μάτια του Βασιλιά για το παλάτι με το κνούτο μπροστά που πρίν λίγο σιγούσε. Κι από τους τυχερούς της ημέρας άλλοι ταχύτατα λάκισαν σφίγγοντας τον κόρφο για το καλύβι, άλλοι βροντώντας τις τσέπες πέρασαν στίς ανάγκες και στα καπηλειά• μα κάποιοι στη γωνιά, αμέτοχοι στην εξαγορά του βίου τους, σφίγγοντας τα δόντια έκλαιγαν.

(Στον ίσκιο της γης, 1986)


ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

Ενας-ένας οι Ποιητές βρυκολακιάζουν.

Όταν πλησίαζε φιλικά η ασχήμια τότε αγαπούσες τα φτερά του
πάρε με, φώναζες, στα ορεινά κρύα νερά στους άγνωστους Γαλαξίες•
ό,τι δεν πρόλαβε να τελειώσει χίλιες σταγόνες στο βουνό χίλιες
πηγές, το ξωτικό γαλάζιο πουλί μια στιγμούλα, λάμψεις και αστραπές
της θυμωμένης μπόρας, μαχαίρια λάμπουν, τα μαστίγια στον αέρα•

όμως τίποτε δεν εμπόδιζε, παραδείγματος χάριν, στην άκρια της λίμνης
τον βρεγμένον όσιο Ναούμ, να συμφιλιώνει ζεύοντας την άρκτο
με τον αμνό, τους φιλόσαρκους αετούς με τα περιστέρια. μόνο η καρα¬-
κάξα στίς κορφές των θάμνων χλεύαζε τον κόσμο τάχα τραγουδώντας
αλλά τώρα, πες μου να χαρείς, ποιος έμεινε όρθιος και πιστεύει;

Σήμερα ξάφνου νεκραναστημένα κυπαρίσσια σήμερα λάμπει ουρανός
(μαζί με τους αρουραίους)• κι αν ξυπνήσεις κάποιαν αυγή μαρμα-
¬ρωμένος γνώριζες όλα τα βάσανα του τέλους, τάξερες. Όσα ντέρτια
έχουν τα πουλιά τα λένε πρωΐ – μετά όνειρα και συγκοπή• μοναδικοί
θαμώνες της σιωπής σου οι χλωμές ανταύγειες οι παραπονεμένες.

Λοιπόν, μια φορά κι έναν καιρό, στον ύπνο οι μάγισσες ξυπνούσαν
τα καημένα να ξαγρυπνήσουν τον έρωτα και τους νεκρούς. Άραγε
τόθελαν; Α, πόσον ωραίο το φεγγαράκι πού αρμενίζει σιωπηλά, τα
χελιδόνια τιτιβίζοντας στον αέρα! Αν τύχει και δεις στον δρόμο
άλογο δίχως αναβάτη, αύριο–μεθαύριο, πέρασε κι εσύ να πληρωθείς...

(Χαιρετισμοί, 1995)

ΟΝΕΙΡΑ

(Ελπίζεις σαλπίζεις νύσταξες πάλι).
Του γλύπτη Δημήτρη Καλαμάρα

Ξεστράτιζαν πάντα ασύλληπτοι ιππότες στο δάσος χαράματα κελαηδημένα
και σπαρταρούσε η βροχή πάνω στα νερά σκορπώντας τα σημάδια
τίποτε δεν στέριωνε, γκρεμισμένα βάσκανα προδομένα, καπνός και πάνε
με άλλο πρόσωπο άλλων τον ύπνο να χτυπήσουν, πλούτη να ρημάξουν
και να πλανέψουν φωτεινά γαλάζια μάτια οδηγώντας τα στα σκοτάδια.

Ανήσυχα τα κυπαρίσσια στον αέρα – διάβασέ τα• σκιές του παρελθόντος
σαν ήλιος λάμπουν μα τώρα η ανοησία της σκουριάς αρχή ποιας
αγάπης; Κρύα τα χέρια της αγαπημένης από καιρό κι αυτήν που
φιλούσες είναι ήδη νεκρή. Σαν το σκυλί που όλη νύχτα συλλαβίζει
στα βάραθρα πεταμένο. Λοιπόν; Χρείαν έχεις ονείρων.

Το κενό (πάλι) του έφιππου αναβάτη να περάσει τα ψηλά βουνά
χάδια στη φεγγερή σελήνη σύντροφοι παλιοί να κλείσουν τα βλέφαρά του•
πλησίον οί γαλαξίες πλησίον οι συντριβές μάντεψε την υπόσχεσή τους
την άγραφη αν μπορείς• με τον υβίσκο συντάξου πού έχει μιας μέρας ζωή
ο ανθός του, άχαρες πέτρες πού επιζούν στο χώμα, τίποτε άλλο.

Σε γυροφέρνουν ξανά κι αν βαλτώνεις χωρίς όνειρα ελπίζουν εκείνα
για σένα – άγνωστα τραγούδια ενθύμια όσων σκέπασεν η λήθη η τυφλή
σκοποί αλλοτινοί σα να μην χάνονται στα τρίστρατα του κόσμου. Εσύ τώρα
βάλε μυαλό, καλού κακού μην κόβεις λουλούδια τη νύχτα – πονάνε. Σαν
κατάρα, συνήθεια παλιά, επιστρέφουν και τα όνειρα πίσω.

(Χαιρετισμοί, 1995)

ΣΟΝΕΤΟ 7

Η Σαντορίνη ριμάρει με τους πιγκουΐνους τα Βοδενά με το πουθενά
σωτήρια παρένθεση εκείνων που προσφέρουν ακόμη κεράσια στο νερό
βγάλε λοιπόν από το μυαλό σου τους κρατήρες των ηφαιστείων και
μην συχνάζεις εκεί. καλωσόρισε τ’ ανέλπιστα δάση που βουΐζουν

στα όνειρά σου, έτσι να χαρείς, πάρε κάποιο άλλο τραγούδι. Η κουκου-
¬βάγια πού προαναγγέλλει τα κατάμαυρα και ζητάει συντροφιά
στη δυστυχία έχει κι άλλον σκοπό, της αρχαίας Αθηνάς η σοφία τί
διάολο, τίποτε δεν σούδωσε; (Θλιβερές απαντήσεις πάλιν ακούω,

ενοχές απόμειναν, φτερά περιστεριών χειροκροτήματα ηχούν
ακόμα στίς πλατείες• μακάρι να χτυπούσαν και οι καμπάνες
μουσικές στους δρόμους, μια ψευδαίσθηση αναγκαία και περι–
¬
ποιημένη, τώρα πού αγγίζουν τα φτερά σου άλλες φτερούγες παγωμένες
αν τρέχουν τρελά τα δέντρα όταν φυσσάει μην ακούς λόγια –
μέσα στα τόσα μόνο το κακό επιζεί φωνάζει το αγκάθι παρατεταμένα).
(Χαιρετισμοί, 1995)

Πες μου χελιδονάκι πώς σχηματίζεις το λάμδα ανεβαίνοντας τον ουρανό;
(Ψιλόβροχο, 2000)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου