Παρασκευή 29 Απριλίου 2011

Κομμένη Γλώσσα (1979)

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

ΤΕΛΗ ΑΥΓΟΣΤΟΥ το «τέλος».
Για τον θάνατο όλα συμφωνώντας, χύθηκε γύρω σκοτάδι.
Οι Μπλε νίκησαν τους Πράσινους με την κόκκινη καρδιά, νεκροί καί ζωντανοί ένα. Των σκοτωμένων τίς γυναίκες θα ’παιρναν οι ζωντα¬νοί — όσοι απομείναν.
Ο καιρός σκαντζόχοιρος με τα θρυμματι¬σμένα βελόνια του, στοιχειωμένος ο τόπος καιρό πολύ, από τότε τύλιξε την πόλη σύννεφο μαύρο καθώς αρρώστια καί τα δάση αέρα δεν έχουν, μουκανίζουν πονεμένα.

«Μίτσα, γιατί δεν έχεις μάτια;»

Θα σου δώσω τα δάκρυά μου να τα κάνεις ιστο¬ρίες, μού ’πε μια μέρα βουτηγμένη στο κλάμα η Πολυξένη καί πρόσθεσε: «Τί κεραυνός, Θέ μου, στα κεφάλια μας, τί κεραυνός!»

«Μίτσα, καλή μου, πες μου, σε χτύπησαν πάλι;»
«Όχι, όχι, μην άνησυχείτε...»

Όμως τα ρούχα της πού έπαιρνα πίσω έλεγαν την αλήθεια. Ματωμένα ήσαν. Κι ένα πρωί μου ’πε κρυφά: «πήγαινε σε κείνο το σπίτι, σε κείνο καί σε κείνο, να σας βοηθήσουν», πήγα γιατί κατάλαβα τί ζητούσε το κορίτσι, ήταν καιρός πού τα χρήματα έσώζανε πολλούς, πήγα, άλλος αρνήθηκε κι άλλος δεν άνοιξε.

Πολύ θα επιθυμούσα να θυμόμουν σήμερα εκεί¬νες τίς πόρτες καί τους ανθρώπους μέσα, να πήγαινα πάλι καί να πω: «Ε λοιπόν, ζήσατε εσείς κι εκείνη χάθηκε, μα ζήσατε;»

(Κωστώ, Κωστώ, άραγε χάθηκες για πάντα;)

Το κόκκινο άλογο καί το σπίτι μέχρι το μέσον, θυμήσου, μου ’πε η Πολυξένη ξανά, ακόμη πάγος χειμώνας, στη μικρόπολη απομεσήμερο καί η νεκροφόρα στην ανηφόρα, τρεις όλοι στην ακολουθία κανείς άλλος, πίσω της ο γιος και η γυναίκα του γιου, ξανθός καί στραβομούρης, μόλις επέστρε¬ψε από το δάσος για την ταφή, την επομένη χάθηκε κι αυτός για πάντα, τον έφαγε το σκοτάδι.

Κυνηγημένων αγριμιών τα κόκαλα βρήκαν την άνοιξη, εποχή πού οι πλανόδιοι φωτογράφοι με τις μεγεθύνσεις των χαμένων χρυσές δουλειές εκάμναν («Κωστώ, μαρή Κωσταντούλα, πες μου πού είσαι;»).

Από το δάσος πέρασεν η Μελπομένη καί κρύ¬φτηκε βαθιά.

Της οξιάς κορμάκια λυγερά, εδώ δεν έχει θάνατο πέρασε καί πάει, Αυγούστου τέλη το τέλος, όπως έρωτας πού λάμπει ξαφνικά καί σμίγει δίχως λόγια, στο νταούλι βέργα χλωρή, τραγούδι μεγάλο με κινήσεις μεγάλες, κομμάτια κραυγές ολάκερες στον αέρα, σκοτεινά μιλούσε δίχως ανταπόκριση — για τη ζωή πού χάθηκεν ή τη ζωή πού πήρε το κατόπι;

Αμάραντο βουνό, λουλούδια δάκρυα καί αγρίμια αμάραντα, Τζένα, βουνό υψωμένη γροθιά από τα έγκατα της γης
καί τα παιδιά των φίλων πού έσπευσαν ονομα¬τίζοντας τα με χαρά
Δι-ο-νύ-σι-ο και Ι-σι-δώ-ρα,

πίστευε όσο αναπνέεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου